Λίγες είναι κάθε χρόνο οι αφίξεις που ξεχωρίζουν. Ακόμα λιγότερες εκείνες που καταφέρνουν άμεσα να αποδείξουν τη δύναμή τους. Το άρτι αφιχθέν The Dalliance House στην Κηφισιά είναι μία από αυτές, τουλάχιστον σε ό, τι αφορά τα ποτά του.
Είναι στεγασμένο σε ένα νεοκλασικό βγαλμένο από άλλη εποχή. Αρχιτεκτονικά επιδεικνύει σεβασμό στην ιστορία του χώρου, ωστόσο δεν απουσιάζουν και οι μοντέρνες πινελιές που κάνουν το χώρο του ευχάριστο και στους λάτρεις του «σήμερα». Μπροστά και πίσω του, συναντάμε δύο όμορφες αυλές για εκείνους που αναζητούν πιο οικείες εικόνες επιχειρήσεων «Κηφισιάς». Και περνάμε στο μπαρ. Μία μεγάλη σε μέγεθος μπάρα με πλούσια ποικιλία να στολίζει την πίσω της μεριά, με χρωματιστά φωτιστικά να προσδίδουν έναν πιο ρομαντικό αέρα στο χώρο, με πολλά μπουκαλάκια από εκείνα που εύκολα υποδεικνύουν πως εδώ ξέρει τι τους γίνεται, με τεράστιες γυάλες που άλλοτε είναι γεμάτες αποξηραμένα grapefruit και μεγάλα στικ κανέλας, άλλοτε με αφυδατωμένα αγγουράκια, και άλλοτε με τραγανά τσιπς από παντζάρι.
Ως head bartender, συναντάμε τον Γιάννη Σαμαρά που παλαιότερα έχουμε δει σε ανάλογους ρόλους πίσω από τις μπάρες των 42, Pere Ubu, Baba Au Rum αλλά και του Ομίλου Πανά.
Πλέον μέσα από τη δική του, πρώτη επαγγελματική στέγη (την οποία έστησε μαζί με το Λευτέρη Μπακόπουλο από το Mona’s στο Χαλάνδρι) ανεμπόδιστος θα προσπαθήσει να σταθεί σε έναν σκληρό πλέον Αθηναϊκό ανταγωνισμό και μάλιστα να ξεχωρίσει ανάμεσα σε αυτόν, πράγμα καθόλου εύκολο. Τα πρώτα δείγματα, σημειώνονται θετικά. Ο κατάλογός του ξεκινά από 8 προτάσεις σε signature cocktail, με συνταγές βατές αλλά και επίκαιρες και με σαφή υπονοούμενα ότι πάτησαν πάνω σε classic. Εύκολα παρατηρεί κανείς πως οι ταπεινές γεύσεις των cocktail με άνεση ακολουθούνται από άλλες «δύσκολες» προτάσεις, την ίδια στιγμή που αμέσως μετά ακολουθεί και πάλι μια πιο συνηθισμένη γευστικά –αλλά ποτέ τεχνικά- πρόταση, κάτι που συνολικά δίνει μια αίσθηση πως ο κύριος Σαμαράς θέλει να αποδείξει την αξία του, χωρίς να παραβλέπει ωστόσο και το κοινό στο οποίο απευθύνεται, μιας και πλέον είναι και επιχειρηματίας.
Στο Dalliance , στην ίδια παρέα, ένας “beginner” μπορεί να εκτιμήσει ένα δροσερό, έντονα αρωματικό και ταυτόχρονα δροσερό Pisco No. 5 με βάση το Pisco σε blend με gin, φρέσκο λίτσι, χυμό από lime, σιρόπι πικραμύγδαλου, Amargo bitters και κανέλα. Το ίδιο ποτό όμως θα ξεχωρίσει και ένας έμπειρος ουρανίσκος χάρη στο Αψέντι που έχει ψεκαστεί τόσο στο εσωτερικό του ποτηριού όσο και στην κορυφή του και που όπως πάντα μου αρέσει να πιστεύω για το μαγικό δάκρυ της Αρτεμισίας έρχεται συμπληρωματικά για να φωνάξει «ξύπνα» σε κάθε του επαφή με ποτήρι. Ένας δεύτερος, πιο απαιτητικός ωστόσο ανάμεσα σε αυτές τις 8 προτάσεις θα βρει και λόγους για να χαμογελάσει μα και για να επιστρέψει, κάτι που διαπίστωσα με την πρώτη μου επαφή με το Beast.
Αυτό το «τέρας» μου ήρθε σερβιρισμένο σε ένα Collins ποτήρι. Περιείχε ουίσκι Glenlivet 12 ετών ως βάση, αρωματικό απεριτίφ Picon, ένα «διπρόσωπο» μείγμα από ξύδι και μέλι, νερό από άνθη πορτοκαλιάς που μοσχοβόλησαν σε όλο το μπαρ, bitters από σοκολάτα και ως κερασάκι στην τούρτα το τόσο «εγωιστικό» Pedro Ximenez που με την παραμικρή παρουσία του θέλει να τα σκεπάζει όλα. Σωστά ψεκάστηκε μέσα στο ποτήρι αλλά και στο τελείωμά του ώστε να μην καπελώσει το ουίσκι, ενώ γουλιά με τη γουλιά η σοκολάτα έκανε τα δικά της παιχνιδίσματα πάντα σε απόλυτη αρμονία με το πορτοκάλι που ποτέ δεν έπαψε να μοσχοβολά.
Η έκπληξη ωστόσο δεν ήταν το ίδιο το αποτέλεσμα, αλλά το γεγονός ότι είχε προέλθει από τα χέρια ενός νέου παιδιού, του Γιώργου Σαρμαντά που κάτι μου λέει πως στο μέλλον έχει όλα τα ατού για να στρέψει πάνω του τους προβολείς. Όπως άλλωστε συνέβη και με την προσθήκη στην ομάδα του bar του Στέφανου Δραγανιδάκη που κέντρισε τα βλέμματα μέσα από την φετινή του, πρώτη συμμετοχή στο διαγωνισμό του World Class, και που ολοκληρώθηκε με εκείνη του Βαγγέλη Ζάχου που σημειώθηκε ως η πρώτη μεταγραφή της σεζόν από το Baba Au Rum στο Dalliance.
Ο ίδιος ο κύριος Σαρμαντάς, σε ένα ενδιαφέρον τετ-α-τετ με εμένα ως πελάτη και αφού δεν έκρυψα την αδυναμία μου στα κλασικά cocktail, τις «αντρικές» συνταγές και την μηδενική προτίμησή μου στις «κοκτεϊλικές φαμφάρες» της εποχής, προχώρησε σε μία επιπλέον πρόταση του καταλόγου, το Land of Forgotten. Τελικά ήταν μια καθόλου… ξεχασμένη εκτέλεση ικανή να συγκινήσει τον λάτρη του Negroni, ένα ενδιαφέρον twist που και πάλι έπαιρνε διπλά αστεράκια εξαιτίας της φρεσκάδας ενός φέρελπι νεαρού.
Στο mixing glass του ανακάτεψε Beefeater gin, Lillet Rouge, πράσινο Chartreuse για επιπλέον βοτανικότητα, γλυκό ξύδι από βατόμουρο και bitters σοκολάτας, ενώ γάρνιρε με μια λεπτή φλούδα πορτοκαλιού πάνω στην οποία είχε τοποθετήσει τις καραμέλες που τρώγαμε ως παιδιά και που στο στόμα έσκαγαν κάνοντας εκείνους τους τόσο παιχνιδιάρικους ήχους. Το cocktail μου «τραγουδούσε» σε όλη του τη διάρκεια και αυτό ήταν αρκετό για να μεταφέρει και σε εμένα μια ανάλογη διάθεση, κυρίως μετά από αποτέλεσμα στο στόμα.
Κατά τα άλλα, στο Dalliane φυσικά δεν θα βρούμε μόνο «δύσκολες» για τους κοινούς ουρανίσκους προτάσεις, αντίθετα σχεδόν ειρωνικά το δεύτερο μέρος του καταλόγου αποτελείται από mainstream ιδέες που ωστόσο… παραμένουν ιδέες, και μπορεί να παραπέμπουν σε ονόματα που θέλω να πιστεύω ότι σύντομα θα εξαφανιστούν από τα μπαρ μας, ωστόσο διαφοροποιούνται έντονα από αυτές.
Ένα Dry Apple Martini για παράδειγμα δεν είναι τίποτα παραπάνω από ένα κλασικό Dry Martini με ένα έξυπνο twist από λικέρ μήλου (κάτι που πολλές Κηφισιώτισσες που αγαπούν τα Apple Martini θα έχει σίγουρα απογοητεύσει) , μία κλασική συνταγή του τόσο καλτ Karpouzi των 90’s… αποδομείται και έτσι αντί για Southern Comfort χρησιμοποιείται Jameson ουίσκι αρωματισμένο με ροδάκινο, σιρόπι πικραμύγδαλου, φρέσκος χυμός καρπούζι, γρεναδίνη και βασιλικός, ενός το… Pron Star εδώ προτείνεται με vodka, φρέσκο lime, ginger, σιρόπι μπαχαρικών, brandy, φύλλα μέντας και μους από passion fruit.
Να συμπληρώσω φυσικά πως δεν θα ήθελα να υπάρχουν αυτές οι συνταγές, αλλά επίσης δεν πρέπει να παραβλεφθεί και ο αρχικός στόχος: Αν όχι η εκπαίδευση του κοινού πάνω στο cocktail, τουλάχιστον… η τέρψη του έστω και υπό όρους.
Όσο για το τέλος, ενδιαφέρουσα βρήκα και την προσθήκη των punch που σερβίρονται σε σουπιέρες για παρέες άνω των 4 ατόμων, αλλά και των bottled προτάσεων σε Zombie και Pisco No. 5, κυρίως γιατί αποτελούν μια φρέσκια ιδέα για την Αθήνα αλλά ακόμη περισσότερο γιατί και τα δύο αποτελούν δύο από τις επικρατέστερες τάσεις στα cocktail bar του εξωτερικού.
Εν κατακλείδι το The Dalliance House είναι μια πολλά υποσχόμενη νέα πρόταση. Αδιαμφισβήτητα έχει ήδη ξεχωρίσει για το αποτέλεσμα του bar αλλά και της κουζίνας της Αυγερίας Σταπάκη (από την ομάδα του Hytra) , ωστόσο μιας και αποτελεί έναν all day χώρο οφείλει να επιδείξει την ίδια πειθαρχία και στο γενικότερο concept του.
Στο Dalliance υπάρχει μια Κηφισιώτικη λογική με κοπέλες που καλησπερίζουν στην πόρτα, υπάρχει ορισμένες φορές ένας μουσικός καμβάς που ταυτόχρονα μπορεί να σου προκαλέσει πλήξη και ένα λεπτό αργότερα να ηχήσει στα αυτιά σου ως βαβούρα, υπάρχει μια αναταραχή που μπορεί να είναι προσφιλής στο κοινό της περιοχής δεν ξέρω όμως πόσο αρεστή μπορεί να γίνει σε εκείνους που απλά θέλουν να απολαύσουν το ποτό τους που «τραγουδά». Γιατί ειδικά από τη στιγμή που και η τιμή του ποτού κινείται στη λογική της Κηφισιάς, πιστεύω πως κάπου εδώ αυτή η λεπτή γραμμή ανάμεσα στον κόσμο που θέλει να προσελκύσει πρέπει να βρει τη δική της ρότα, ή έστω κλίση.
Είναι όμως ακόμα νωρίς, και οι οιωνοί ήδη καλοί…